πτύσμα
English (LSJ)
-ατος, τό,
A sputum, Hp.Aph.5.11: more freq. in plural, Id.Acut.42, Coac.401, Plb.8.12.5.
II serpent's venom, Porph.Abst. 3.9.
German (Pape)
[Seite 812] τό, das Ausgespuckte, der Speichel, Pol. 8, 14, 5.
French (Bailly abrégé)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτύσμα -ατος, τό [πτύω] speeksel.
Russian (Dvoretsky)
πτύσμα: ατος τό Polyb., NT = πτύσις 2.
Greek (Liddell-Scott)
πτύσμα: τό, (πτύω) τὸ πτυόμενον, πτύελον, κοινῶς «φτύσμα», ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. 184Β, 390. 55, Πολύβ. 8. 14. 5.
English (Strong)
English (Thayer)
πτύσματος, τό (πτύω, which see), spittle: Hippocrates), Polybius 8,14, 5; Or. Sibylline 8,411).
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ πτύω
το φτύσμα, αυτό που φτύνεται κατά την απόχρεμψη, πτύελο, απόχρεμμα (α. «πτύσματα λεπτὰ καὶ ἁλυκὰ καὶ κεχρωσμένα ἀκρήτῳ χρώματι», Ιππ.
β. «καὶ τι τῶν πρὸς τῷ τοίχῳ πτυσμάτων ἐπισημηναμένου», Πολ.
γ. «ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος», ΚΔ)
αρχ.
δηλητήριο φιδιού.
Chinese
原文音譯:ptÚsma 普替士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:唾吐
字義溯源:唾沫,口水;源自(πτύω)*=吐唾液)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 唾沫(1) 約9:6