ἀνταιτέω

Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

A demand in return, Th.4.19, Lib.Or.54.75; σμικρὰ τῆς ἀμνηστίας τὴν βουλήν App.BC3.35.
II contest with, τινὶ τὴν ὑπατείαν D.C.40.53.

Spanish (DGE)

1 pedir a su vez ἀνταιτοῦντες δὲ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἄνδρας pidiendo a su vez el regreso de los hombres de la isla Th.4.19, ὀλίγα ἢ σμικρὰ τῆς ἀμνηστίας τὴν βουλὴν ἀνταιτῆσαι pedir al Senado pocas cosas o sin importancia a cambio de la amnistía App.BC 3.35, cf. Lib.Or.54.75.
2 disputar Πλαύτιος Ὑψαῖος ἀνταιτήσας τῷ τε Μίλωνι καὶ τῷ Σκιπίωνι τὴν ὑπατείαν D.C.40.53.1.

German (Pape)

[Seite 243] dagegen fordern, Thuc. 4, 19; τί τινος, App. Bell. civ. 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
demander en retour.
Étymologie: ἀντί, αἰτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταιτέω: требовать взамен (διδόναι μὲν …, ἀ. δέ τι Thuc.; ἀ. ὁμοῖα παρὰ τῶν λαμβανόντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταιτέω: αἰτῶ τι ὡς ἀντάλλαγμα, διδόντες μὲν εἰρήνην καὶ ξυμμαχίαν..., ἀνταιτοῦντες δὲ τοὺς ἐκ τῆς νήσου ἄνδρας Θουκ. 4. 19· ἆρ’ ὑμῖν ὀλίγα ἢ σμικρὰ τῆς ἀμνηστίας τὴν βουλὴν ἀνταιτῆσαι δοκῶ; Ἀππ. Ἐμφύλ. 3. 35.

Greek Monotonic

ἀνταιτέω: μέλ. -ήσω, ανταπαντώ, ζητώ εις ανταπόδοση, σε Θουκ.

Middle Liddell

to demand in return, Thuc.