πολυσήμαντος

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυσήμαντον, with many significations, Heliod. in EN86.8; προσηγορία Lyd.Mag.2.2; περὶ π. λέξεων, title of work by Orus, Reitzenstein Gesch.d.Gr.Etym.p.336.

German (Pape)

[Seite 673] Vieles bezeichnend, viel bedeutend, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠσήμαντος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς σημασίας, Ἰω. Χρυσ. τ. 12, σ. 27, τ. 3, σ. 227, Εὐστ.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυσήμαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές σημασίες, που δηλώνει πολλά («πολυσήμαντη λέξη»)
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλη σημασία, βαρυσήμαντος
αρχ.
φρ. «Περί πολυσήμαντων λέξεων» — τίτλος έργου του Αιγυπτίου συγγραφέα Ώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σήμαντος (< σημαίνω), πρβλ. μονοσήμαντος].