βαρυσήμαντος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
Greek Monolingual
-η, -ο
(για λόγο ή πράξη) αυτός που έχει μεγάλη σπουδαιότητα, που είναι πολύ σημαντικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + σημαντός < σημαίνω «είμαι άξιος λόγου». Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Κ. Η. Βασιάδη].