κοιλίδιον

Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim.of κοιλία, Str.14.5.14, dub.in Hsch. s.v. κόλαβρον; written κυλίδιον, Sammelb.1941 (iv A.D.), PLond.3.1259.38 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1466] τό, dim. von κοιλία, Strab. XIV, 675; E. M. 534, 23.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κοιλία, Στράβ. 675.

Greek Monolingual

κοιλίδιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του κοιλία) μικρή κοιλιά, κοιλίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. σφαιρίδιον, χοιρίδιον)].