τιθασεία

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, taming, domestication, ἰχθύων Pl.Plt. 264c (pl.); τὰ δεχόμενα τιθασείαν (codd. -άσιον) Thphr. HP 3.2.2.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, das Zähmen, zu Hausthieren Machen, ἰχθύων Plat. Polit. 264 c.

Russian (Dvoretsky)

τῐθᾰσεία:заповедник для животных (τιθασεῖαι τῶν ἰχθύων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσεία: ἡ, τὸ τιθασεύειν, ἡ ἐξημέρωσις, ταῖς ἐν τῷ Νείλῳ τιθασείαις τῶν ἰχθύων Πλάτ. Πολιτικ. 264C.

Greek Monolingual

ἡ, Α τιθασεύω
τιθάσευση, εξημέρωση.