ἀνουτητί
English (LSJ)
[ῑ], Adv
A without inflicting a wound, οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
II without receiving a wound, Q.S.3.445.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῑ]
adv.
1 sin producir herida οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη Il.22.371.
2 sin recibir herida οὐκ ἄν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν Q.S.3.445.
French (Bailly abrégé)
adv.
sans blessure.
Étymologie: ἀνούτατος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
επίρρ. (Α) ουτώ
1. χωρίς να καταφέρει χτύπημα, να τραυματίσει
2. χωρίς να δεχθεί χτύπημα, να τραυματιστεί.
Greek Monotonic
ἀνουτητί: [ῑ], επίρρ. (οὐτάω), χωρίς τραύμα, πληγή, σε Ομήρ. Ιλ.
German (Pape)
ohne Verwundung durch Hieb oder Stoß, s. ἀνούτατος; Hom. Il. 22.371 οὐδ' ἄρα οἵ τις ἀνουτητί γε παρέστη, ohne ihm einen Hieb oder Stoß zu versetzen. – Qu.Sm. 3.345.
Russian (Dvoretsky)
ἀνουτητί: (ῑ) adv. не нанося ран: οὐδ᾽ οἵ τις ἀ. παρέστη Hom. всякий наносил ему рану.