νοσογνωμονικός

Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νοσογνωμονική, νοσογνωμονικόν, skilled in judging of diseases by their symptoms: ἡ νοσογνωμονική (sc. τέχνη), the physician's art, diagnostic, Pl. ap. D.L.3.85.

Greek (Liddell-Scott)

νοσογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος περὶ τὸ διαγιγνώσκειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων αὐτῶν, ἡ νοσογνωμονικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τοῦ ἰατροῦ τέχνη, ἡ διαγνωστική, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 85.

Greek Monolingual

νοσογνωμονικός, -ή, -όν (Α)
1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονική
η τέχνη της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ. φυσιογνωμονικός.

German (Pape)

ή, όν, zum Erkennen der Krankheit an ihren äußeren Merkmalen gehörig, darin geschickt, ἡ νοσογνωμονική, die Kunst, Krankheiten an ihren Symptomen zu erkennen, Plat. bei DL. 3.85.