πουν, gen. ποδος, with wedge-shaped legs, of a bier, κλίνη IG12(5).593 A 6 (Ceos, V B.C.). [The spelling with -η- shows that σφήν has Att.-Ion. η from ᾱ: cf. σφάνιον.]
-ουν, Α
αυτός που έχει πόδια που μοιάζουν με σφήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + πους «πόδι»].