συνάλθομαι
English (LSJ)
aor. inf. συναλθεσθῆναι, Pass., heat up, of a wound or fracture, Hp.Art.14; also in the form συναλθάσσομαι, Id.Fract.9 (v.l. συναλθέεται).
Greek (Liddell-Scott)
συνάλθομαι: ἀόριστ. -αλθεσθῆναι, παθητ.· ― θεραπεύω, ἐπὶ τραύματος ἢ κατάγματος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 792· ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ συναλθάσσομαι, ὁ αὐτ. περὶ Ἀγμ. 758.
Greek Monolingual
Α
(για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-άλθομαι helen, aaneengroeien (van botbreuken). Hp. Art. 14.