παρόραμα
English (LSJ)
-ατος, τό, oversight, error, Phld.Sign.29 (pl., Rh.Mus. 64.33), Plu.2.515e (pl.), 1123c, Procl.in Prm.p.556 S.; opp. ἁμάρτημα ἑκούσιον, Longin.33.4.
German (Pape)
[Seite 527] τό, Versehen, Irrthum, Plut. Aem. Paull. 3 u. öfter, u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
παρόρᾱμα: ατος τό недосмотр, промах Plut.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρᾱμα: τό, ἀβλέπτημα, λάθος ἐξ ἀπροσεξίας, Πλούτ. 2, 515D, 1123B· ἐν ἀντιθέσει ἁμάρτημα ἑκούσιον, Λογγῖν. 33. 4.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ παρορώ
λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα
νεοελλ.
λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων»)
μσν.
κάτι που αξίζει να το παραβλέπει, να το περιφρονεί κανείς
μσν.-αρχ.
1. κάτι που παραλείφθηκε
2. ηθικό σφάλμα, αμάρτημα.