ἰδιασμός

Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ὁ,
A peculiarity, Iamb.VP35.255.
2 particularity, ὁ τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένος ἰ. Dam.Pr.28 bis.

German (Pape)

[Seite 1235] ὁ, Eigenthümlichkeit, Sonderbarkeit, Iambl.; auch ἰδίασις, ἡ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιασμός: ὁ, (ἰδιάζω) ἴδιος τρόπος, ἰδιοτροπία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 255.

Greek Monolingual

ἰδιασμός, ὁ (ΑΜ) ιδιάζω
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η ιδιομορφία.