ἰδιάζω
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
(ἴδιος)
A to be alone, Hdn. 4.12.7, 7.6.7, D.C.66.9; ἰδιάζουσαι Herod.6 tit.; δωμάτιον ἰδιάζον secluded, Hld.7.12; ἰ. πρός τινα to be alone with... ib.25; ἰ. θεῷ to be alone with God, Ph.1.95; ἰ. πράγματι devote oneself to a thing, Com.Adesp.414:—so in Med., of members of a chorus, sing independently, Arist.Pr.922a35.
II to be peculiar, ἰδιάζοντα γένη λίθων Phld. Sign.28, cf. Jul.Gal.143a; ἰ. τῇ φύσει D.S.2.58; ἰδιάζουσα φύσις Id.3.46, Hld.2.28; ἰδιάζον συμπόσιον Ath.1.12a; αἱ ἰδιάζουσαι ἀρχαί special principles, Dam.Pr.134; of drugs, ἰδιάζων special, superior, Dsc.1.14; ἃ ἂν ἰδιάσωμεν, ψευδόμεθα S.E.M.7.133; ἰ. τινί to be peculiarly adapted to... Ael.NA6.19; βωμὸς τῷ Διονύσῳ ἰδιάζων appropriated to D., Hld.10.6: c. gen., to be the property of, J.AJ16.7.3.
b ἡ -άζουσα θερμασία its proper heat, Herod.Med. ap. Orib.5.30.12.
2 Gramm., to be peculiar to an individual, τὰ κτητικὰ -άζει κατὰ τὸν κτήτορα A.D. Pron.105.4, cf. Synt.128.13, al.:—so in Med., [ὁ βασιλεὺς] μᾶλλον -άζεται τοῦ Πτολεμαίου ib.84.20.
German (Pape)
[Seite 1235] abgesondert, allein, für sich sein, Sp., wie Hdn. 4, 12, 12; von eigenthümlicher Art sein, ὄρνεον ἰδιάζον τῇ φύσει D. Sic. 2, 58; πόα ἰδιάζουσαν φύσιν ἔχουσα 3, 45; συμπόσιον ἰδιάζον, eigenthümlich, Ath. I, 12 a; auch ἰδιάζω πράγματα, ich habe Muße dazu, B. A. 42, 21. – Med. sich Etwas aneignen, Sp.
French (Bailly abrégé)
avoir une nature particulière, un caractère propre, original : ἰδ. τινί, être particulièrement approprié à qch.
Étymologie: ἴδιος.
Russian (Dvoretsky)
ἰδιάζω: (ῐδ) быть своеобразным, быть особым, отличаться от остального (τῇ φύσει Diod.; τὰ ἰδιάζοντα μέρη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιάζω: μέλλ. -άσω (ἴδιος) ζῶ μακρὰν τῶν ἄλλων, εἶμαι αποκεχωρισμένος τῶν ἄλλων, ἰδιωτεύω, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Δίων Κ. 66. 9˙ δωμάτιον ἰδιάζον Ἡλιόδ. 7. 12˙ ἰδιάζω τινί, ἀφοσιοῦμαι εἴς τι πρᾶγμα, «οὐ γάρ μοι σχολή˙ ξενικῷ γὰρ ἰδιάζω πράγματι» Ἀνώνυμ. ἐν Α. Β. 43˙ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 45. ΙΙ. εἶμαι ἰδιόρρυθμος, ἰδιότροπος, διάφορος τῶν ἄλλων, ἰδιάζω τῇ φύσει Διόδ. 2. 58˙ ἡ ἰδιάζουσα φύσις Ἡλιόδ. 2. 28, πρβλ. Διόδ. 3. 46˙ ἰδιάζον συμπόσιον Ἀθήν. 12Α˙ τὰ ἰδιάζοντα, τὰ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Κλήμ. Ἀλ.˙ ἰδιάζω τινί, ἰδιαιτέρως ἁρμόζω εἴς τι …, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. 2) ἀνήκω εἴς τινα, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 16. 7, 3.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιάζω)
1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.)
2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα οσμή» β. «ἅ δοκεῖ ἰδιάζοντα εἶναι τοῦ Πατρός, ταῦτα καὶ τοῦ Υἱοῦ εἶναι φαίνεται, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Ιω. Χρυσ.)
μσν.
ζω ως ασκητής
μσν.-αρχ.
είμαι ιδιωτικός, όχι κοινός ή δημόσιος («ἰδιάζον δωμάτιον», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. (για μέλη του χορού) τραγουδώ χωριστά, ατομικά
2. (για λέξεις) κατέχω διαφορετική θέση, συντάσσομαι διαφορετικά
3. γραμμ. μέσ. ἰδιάζομαι
αναφέρομαι σε ορισμένη λέξη του κειμένου
4. φρ. «ἰδιαιτέρα θερμασία» — ιδιαίτερη, ξεχωριστή θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος (Ι) + κατάλ. -άζω (πρβλ. κραυγάζω, πηγάζω)].
Mantoulidis Etymological
(=ζῶ χωριστά ἀπό τούς ἄλλους). Ἀπό τό ἴδιος.
Παράγωγα: ἰδιαζόντως (=ἰδιαίτερα), ἰδίασις (=μοναξιά), ἰδιασμός (=ἰδιοτροπία), ἰδιαστής (=ἡσυχαστής), ἰδιαστικός.