ιδιάζω
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδιάζω)
1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.)
2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα οσμή» β. «ἅ δοκεῖ ἰδιάζοντα εἶναι τοῦ Πατρός, ταῦτα καὶ τοῦ Υἱοῦ εἶναι φαίνεται, καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», Ιω. Χρυσ.)
μσν.
ζω ως ασκητής
μσν.-αρχ.
είμαι ιδιωτικός, όχι κοινός ή δημόσιος («ἰδιάζον δωμάτιον», Ηλιόδ.)
αρχ.
1. (για μέλη του χορού) τραγουδώ χωριστά, ατομικά
2. (για λέξεις) κατέχω διαφορετική θέση, συντάσσομαι διαφορετικά
3. γραμμ. μέσ. ἰδιάζομαι
αναφέρομαι σε ορισμένη λέξη του κειμένου
4. φρ. «ἰδιαιτέρα θερμασία» — ιδιαίτερη, ξεχωριστή θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος (Ι) + κατάλ. -άζω (πρβλ. κραυγάζω, πηγάζω)].