ἐρυθραῖος

Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον,
A = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα, D.P.597,958, etc.; κάλαμος Id.1127.
II of or from Erythrae, Hdt.1.18, etc.

German (Pape)

[Seite 1036] röthlich, poet. = ἐρυθρός, D. Per. 38 u. öfter; vom rothen Meere u. dem dort Vorkommenden, z. B. κάλαμος, auch λίθος, Luc. amor. 41.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.
Étymologie: ἐρυθρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθραῖος: -αν, -ον, = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα Διον. ΙΙ. 38, κλ.˙ κάλαμος αὐτόθι 1127˙ λίθος Statius, Silvae 4. 6, 18. ΙΙ. ὁ ἐξ Ἐρυθρῶν, Ἡρόδ., κλ.

Greek Monolingual

ἐρυθραῖος, -α, -ον (AM) ερυθρός
1. ερυθρός
2. αυτός που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα
αρχ.
ο καταγόμενος από την πόλη Ερυθρές.