ἐρυθραῖος

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθραῖος Medium diacritics: ἐρυθραῖος Low diacritics: ερυθραίος Capitals: ΕΡΥΘΡΑΙΟΣ
Transliteration A: erythraîos Transliteration B: erythraios Transliteration C: erythraios Beta Code: e)ruqrai=os

English (LSJ)

α, ον,
A = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα, D.P.597,958, etc.; κάλαμος Id.1127.
II of or from Erythrae, Hdt.1.18, etc.

German (Pape)

[Seite 1036] röthlich, poet. = ἐρυθρός, D. Per. 38 u. öfter; vom rothen Meere u. dem dort Vorkommenden, z. B. κάλαμος, auch λίθος, Luc. amor. 41.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.
Étymologie: ἐρυθρός.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθραῖος: -αν, -ον, = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα Διον. ΙΙ. 38, κλ.˙ κάλαμος αὐτόθι 1127˙ λίθος Statius, Silvae 4. 6, 18. ΙΙ. ὁ ἐξ Ἐρυθρῶν, Ἡρόδ., κλ.

Greek Monolingual

ἐρυθραῖος, -α, -ον (AM) ερυθρός
1. ερυθρός
2. αυτός που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα
αρχ.
ο καταγόμενος από την πόλη Ερυθρές.