ἐπιπτυχή

Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, = ἐπίπτυγμα, flap, χιτῶνος J.AJ17.5.7, Plu.2.979c; τοῦ θώρακος Id.Pomp.35; αἱ ἐ. τῶν ῥακίων rags and tatters, Luc.DMort.1.2.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι Plut. Pomp. 35, öfter; τριβώνιον ἔχων ταῖς ἐπιπτυχαῖς τῶν ῥακίων ποικίλον Luc. D. Mort. 1, 2, Flicklappen.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 repli, enveloppe;
2 pièce qu'on ajuste sur un vêtement troué.
Étymologie: ἐπιπτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπτῠχή:
1 чешуйка (ἰχθύες πρὸς οὐρὰν τὰς ἐπιπτυχὰς ἔχοντες Plut.);
2 створка, крышка (τοῦ θώρακος Plut.);
3 заплата: αἱ ἐπιπτυχαὶ τῶν ῥακίων Luc. отрепье, лохмотья.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπτῠχή: ἡ, = ἐπίπτυγμα, ἐπικάλυμμα, Πλούτ. 2. 979D· τοῦ θώρακος ὁ αὐτ. Πομπ. 35· αἱ ἐπ. τῶν ῥακίων, ἐμβαλώματα, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 1. 2.

Greek Monolingual

ἐπιπτυχή, ἡ (Α) επιπτύσσω
επικάλυμμα («ἔβαλεν ἐπὶ τὴν ἐπιπτυχὴν τοῦ θώρακος ἀκοντίσματι», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπτῠχή: ἡ, επικάλυμμα, καπάκι, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

ἐπι-πτῠχή, ἡ,
an over-fold, a flap, Plut., Luc.