ἐπίπτυγμα
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
-ατος, τό, (ἐπιπτύσσω) over-fold, flap, such as covers the orifices in animals, operculum, Arist.PA679b18,HA526b29,528b7: pl., opercula, of crustaceans, Id.Resp.477a4.
German (Pape)
[Seite 973] τό, das Darübergefaltete, der Deckel, bei Arist. H. A. 4, 2 von Schaalthieren, vgl. 4, 5; Schneckengehäuse; der Schwanz des Meerkrebses, sonst ἐπικάλυμμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπτυγμα: ατος τό анат.
1 оболочка (τῶν στρομβωδῶν Arst.);
2 задняя часть брюшка (postabdomen) (τῶν καρκίνων Arst.);
3 жаберная крышка (τὰ μαλακόστρακα ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ διὰ τῶν ἐπιπτυγμάτων Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπτυγμα: τό (ἐπιπτύσσω) πτυχὴ ἐπικαλύπτουσα ἄνοιγμά τι κυρίως τῶν ὀστρακοδέρμων, λέγεται καὶ ἐπικάλυμμα, ὃ ἴδε, Λατ. operculum, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 21, π. Ζ. Ἱστ. 4. 2. 21. 4. 4, 10. 2) ἐν τῷ πληθ., τὰ βράγχια (σπάραχνα) τῶν ἰχθύων, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 12, 6.
Greek Monolingual
ἐπίπτυγμα, τὸ (Α) επιπτύσσω
1. μεμβράνη που καλύπτει οπή της επιφάνειας του δέρματος, και ιδίως στα οστρακόδερμα
2. στον πληθ. ἐπιπτύγματα
τα βράγχια, τα σπάραχνα τών ψαριών.