προσφωνηματικός

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

προσφωνηματική, προσφωνηματικόν, usual in addressing, λόγος π. a public oration or address, D.H.Rh.5 tit., cf. Sch.E.Hec.299.

German (Pape)

[Seite 787] ή, όν, zurufend, bei einer Anrede schicklich, gewöhnlich, Sp., bes. Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνηματικός: -ή, -όν, οὗ γίνεται χρῆσις ἐν προσφωνήσει, λόγος πρ., ὃν προσφωνεῖ τις, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ προσφώνημα, -ατος]
αυτός του οποίου γίνεται χρήση κατά την προσφώνηση.