πρόχωμα

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ατος, τό, earth thrown up before a place, dam, IG7.3170.5 (Orchom.Boeot.); v.l. for πρόσχωμα in LXX 2 Ki.20.15, Str.13.1.36.

German (Pape)

[Seite 800] die vor einem Orte aufgeschüttete oder angeschwemmte Erde, Strab., v.l. für πρόσχωμα.

Greek (Liddell-Scott)

πρόχωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, γῆ συσσεσωρευμένη ἔμπροσθεν τόπου τινὸς ὅπως ἐμποδίσῃ τι, φραγμός, Ἐπιγρ. Ὀρχομ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c., διάφ. γραφ. ἐν Στράβ. ἀντὶ προσχ-.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προχώννυμι
τεχνητή προεξοχή του εδάφους μπροστά από το χαράκωμα, με μικρό ύψος, κατασκευασμένη από χωμάτινους όγκους
μσν.-αρχ.
χώμα συσσωρευμένο μπροστά από ένα σημείο.