βοτρυόεις

Revision as of 11:04, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βοτρυόεσσα, βοτρυόεν, full of grapes, clustering, οἰνάς Ion Eleg.1.4; κισσός AP9.363.12 (Mel.); πλοχμοί A.R.2.677; δένδρεα IG14.1389 ii 10.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
lleno de uvas οἰνάς Io Eleg.1.4
cargado de racimos κισσός AP 9.363.12 (Mel.), ἄμωμον Androm.145, δένδρεα Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.69, cf. Nonn.Par.Eu.Io.15.4
lleno de viñedos Ἡράκλεια Q.S.6.473
fig. del pelo arracimado πλοχμοί A.R.2.677.

German (Pape)

[Seite 455] εσσα, εν, traubenreich, οἰνάς Ion bei Ath. X, 447 d; κισσός Mal. 110 (IX, 363); πλοχμοί Ap. Rh. 2, 677.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
1 plein de grappes;
2 en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυόεις -εσσα -εν βότρυς vol druiven, vol bessen.

Russian (Dvoretsky)

βοτρυόεις: όεσσα, όεν полный гроздьев (κισσός Anth.).

Greek Monolingual

βοτρυόεις, -εσσα, -εν (Α) βότρυς
ο γεμάτος σταφύλια.

Greek Monotonic

βοτρῠόεις: -εσσα, -εν (βότρυς), ο γεμάτος από σταφύλια, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυόεις: εσσα, εν, πλήρης βοτρύων, οἰνὰς Ἴων 1. 4 (Ἀθήν. 447D)· κισσὸς Ἀνθ. II. 9. 363· δένδρεα Συλλ. Ἐπιγρ. 6280Α. 10.

Middle Liddell

βότρυς
clustering, Anth.