σκυβαλικός
English (LSJ)
σκυβαλική, σκυβαλικόν, dirty, mean, ἀργυρίοισι σκυβαλικοῖσι, of bribes, Timocr.1.6 vulg., contra metrum; κυβαλικοῖσι Bgk.
German (Pape)
[Seite 906] verachtet, verächtlich, ἀργύρια Plut. Them. 21.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
méprisé, méprisable.
Étymologie: σκύβαλον.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος
2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῖσι πεισθείς» — που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ. -ικός, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. που θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε σκυβαλικτός.