σκυβαλικός

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σκυβαλική, σκυβαλικόν, dirty, mean, ἀργυρίοισι σκυβαλικοῖσι, of bribes, Timocr.1.6 vulg., contra metrum; κυβαλικοῖσι Bgk.

German (Pape)

[Seite 906] verachtet, verächtlich, ἀργύρια Plut. Them. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
méprisé, méprisable.
Étymologie: σκύβαλον.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος
2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῖσι πεισθείς» — που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ. -ικός, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ. που θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε σκυβαλικτός.