σκυβαλικτός

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek (Liddell-Scott)

σκῠβᾰλικτός: ἡ, όν, ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, ταπεινός, ἄξιος καταφρονήσεως, ἄτιμος, σκ. ἀργύρια, ἐκ δωροδοκίας, Τιμοκρέων 1. 6· τὰ Ἀντίγραφ. σκυβαλικά, ἐναντίον τοῦ μέτρου.