εὐλείμων

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(ἐϋλείμων), ον, gen. ονος, with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.

German (Pape)

[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.

Russian (Dvoretsky)

εὐλείμων: 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами (νῆσος Hom.; ἔαρος χάρις Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.

English (Autenrieth)

with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.

Greek Monolingual

εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

with goodly meadows, Od., Hhymn.