καλλοποιός

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

καλλοποιόν, producing beauty, ἄνθος κάλλους κ. Plot.6.7.32, cf. Procl.in Ti.1.269 D., in Prm.p.543 S.; cf. καλοποιός.

German (Pape)

[Seite 1311] Schönheit schaffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλοποιός: ὁ, ἡ, παράγων κάλλος, Πλωτῖνος σ. 1323 Creuz.· καὶ δι’ ἑνὸς λ, «τοιοῦτον δὲ ὂν (τὸ δίκαιον μέτρον) καλοποιόν ἐστι τῆς ψυχῆς» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. τ. 1, σ. 327.

Greek Monolingual

καλλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι
2. (για τον θεό) ο δημιουργός του κάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχοποιός, ζωοποιός.