ζωοποιός
ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed
English (LSJ)
ζωοποιόν, creative of life, Thphr. CP 2.9.6, Procl.Inst.145, Porph. ap. Eus.PE3.11, Dam.Pr.80, al.: c. gen., ζ. τῆς ὅλης γενέσεως ib.283; ζ. τὸ ὕδωρ καὶ γόνιμον Sch.E.Ph.347.
German (Pape)
[Seite 1144] belebend, Schol. Eur. Phoen. 349 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ζωοποιός: -όν, ὁ παρέχων εἴς τινα ζωήν, ὡς τὸ ζωογόνος, Σχόλ. Εὐρ. Φοιν. 348· - πάροχος ζωῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 8813, κτλ.
Greek Monolingual
-ό (AM ζωοποιός, -όν)
δημιουργός ζωής, ζωογόνος, ζωοδότης, αναζωογονητικός («ζωοποιὸν πνεύμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -ποιος (< ποιώ)].