ἀπρόσμικτος

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

(ἀπρόσμεικτος), ον, holding no communion with, ξένοισι Hdt.1.65: abs., solitary, isolated, Poll.3.64. Adv. ἀπροσμίκτως Id.5.139.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀπρόσμεικτος Hdt.1.65
I 1que no tiene trato con de pers. ξένοισι Hdt.l.c.
abs. solitario, insociable Poll.3.64, Sud.s.u. Κρατερός
de lugares solitario ἄκραι Poll.1.115, ὁδός Poll.3.96.
2 que no es posible dispersar de una formación cerrada ἀπρόσμικτοι ... ὑπὸ τῆς συγκλείσεως ... ἐγίγνοντο D.C.38.49.6.
II adv. -ως en solitario, aisladamente Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 339] ungesellig, keine Gemeinschaft habend, τινί, mit Jem., Her. 1, 65.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n'a pas de commerce avec, insociable.
Étymologie: , προσμίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσμικτος: не общающийся, не вступающий в сношения (τινι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσμικτος: -ον, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς ἐπιμιξίαν, ἡ μὴ συγκοινωνῶν τινι, ξένοισι ἀπρόσμικτος Ἡρόδ. 1. 65: ἀπολ., «ἄφιλος, ἄμικτος, ἀπρόσμικτος» Πολυδ. Γ΄, 64. - Ἐπίρρ. ἀπροσμίκτως ὁ αὐτ. Ε΄, 193.

Greek Monolingual

ἀπρόσμικτος, -ον (Α) προσμείγνυμι
αυτός που δεν συναναστρέφεται με άλλους, ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀπρόσμικτος: -ον (προσμίγνυμι), αυτός που δεν έρχεται σε επαφή, σε επικοινωνία με άλλους, αυτός που δεν έχει συναναστροφές, άφιλος, με δοτ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell

προσμείγνυμι
holding no communion with others, c. dat., Hdt.