άφιλος

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφιλος, -ον)
ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα
αρχ.
1. μη φιλικός, μισητός
2. ο μη κοινωνικός.