λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-η, -ο (AM ἄφιλος, -ον)ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπααρχ.1. μη φιλικός, μισητός2. ο μη κοινωνικός.