άφιλος

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄφιλος, -ον)
ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα
αρχ.
1. μη φιλικός, μισητός
2. ο μη κοινωνικός.