ἄφιλος
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ἄφιλον, of persons,
A friendless, A.Ch.295, S.El.819, Pl.Lg. 730c, R.580a; ἄ. ἔρημον ἄπολιν S.Ph.1018; ἄκλαυτος ἄ. Id.Ant.876 (lyr.): c. gen., ἄφιλος φίλων E.Hel.524 (lyr.); τὸ ἄ. Ph.2.662.
II of persons and things, unfriendly, hateful, A.Th.522, S.OC186; ἄφιλα παρ' ἀφίλοις ἔπεσε . . Ἀτρείδαις Id.Aj.620; λίαν ἄφιλον φαίνεται Arist.EN1101a23; unsociable, γῆρας S.OC1237: perhaps, c. gen., hostile to, ἀσφαλείας Phld.Lib.p.36O.; τὸ λαθραιοπραγεῖν ἀφιλώτατον ib.p.20 O., cf. Carneisc.Herc.1027.16. Adv. ἀφίλως = in unfriendly manner, A.Ag. 805.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de amigos de pers. ἄτιμον κἄφιλον A.Ch.295, ἄφιλον ἔρημον ἄπολιν S.Ph.1018, ἄκλαυτος, ἄ. S.Ant.876, ἄ. ... πᾶς ὅ γε ἄπιστος καὶ ἀμαθής Pl.Lg.730c, cf. R.580a, οὐδ' αὖ οὕτως ἄπορος ἦν οὐδ' ἄ. D.53.1, c. gen. ἀ. φίλων E.Hel.524, cf. A.D.Adu.134.13, Coni.231.28.
2 poco amistoso, enemigo de pers. y abstr. δέμας A.Th.522, ὅ τι καὶ πόλις τέτροφεν ἀποστυγεῖν ἄφιλον S.OC 186, γῆρας ἄ. S.OC 1237, ἄφιλα τὰ πρότερα φίλα τιθέμενος E.Tr.288, τὸ δυστυχές E.HF 561, λίαν ἄφιλον φαίνεται (la idea de que la suerte de los descendientes no contribuye a la situación de los muertos), Arist.EN 1101a23, sup. τὸ λαθραιοτραγεῖν ἀφιλώτατον Phld.Lib.20, neutr. plu. adv. ἄφιλα παρ' ἀφίλοις ἔπεσε ... Ἀτρείδαις S.Ai.620
•c. gen. hostil a ἀσφαλείας Phld.Lib.36, cf. Plot.1.4.15.
II adv. ἀφίλως = con enemistad οὐδ' ἀ. A.A.805.
German (Pape)
[Seite 412] 1) ohne Freunde, Aesch. Ch. 293; Soph. Phil. 228; φίλων Eur. Hel. 531; Plat Legg. V, 730 c; unangenehm, γῆρας Soph. O. C. 1238. – 2) feindlich, Aesch. Spt. 504; neben ἄδικος Plat. Rep. IX, 580 a; Sp. Beide Bdign vrbdt Soph. Ai. 611 ἄφιλα ἔργα παρ' ἀφίλοις Ἀτρείδαις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans amis;
2 ennemi, hostile;
3 désagréable, déplaisant.
Étymologie: ἀ, φίλος.
Russian (Dvoretsky)
ἄφῐλος:
1 (тж. ἄ. φίλων Eur.) не имеющий друзей Trag., Plat., Arst., Plut.;
2 недружелюбный, неприязненный Aesch., Soph., Plat.;
3 неприятный, тягостный (γῆρας Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄφῐλος: -ον, ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ μὴ ἔχων φίλους, Αισχύλ. Χο. 295, Σοφ. Ἠλ. 819, Πλάτ. Νόμ. 730C· ἄφ., ἔρημον, ἄπολιν Σοφ. Φ. 1018· ἄκλαυτος, ἄφιλος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 876· μετὰ γεν., ἄφ. φίλων Εὐρ. Ἐλ. 524, ΙΙ) ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ πραγμάτων, οὐχὶ φιλικός, μισητός, ἀπεχθής, Αἰσχύλ. Θήβ. 524. Σοφ. Ο. Κ. 186, Πλάτ. Πολ. 580Α· ἄφιλα παρ’ ἀφίλοις ἔπεσε [΄Ατρείδαις] Σοφ. Αἴ. 620. - Ἐπίρρ. ἀφίλως, κατὰ τρόπον οὐχὶ φιλικόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 805.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄφιλος, -ον)
ο χωρίς φίλους, χωρίς αγαπητά πρόσωπα
αρχ.
1. μη φιλικός, μισητός
2. ο μη κοινωνικός.
Greek Monotonic
ἄφῐλος: -ον, I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει φίλους, σε Τραγ.
II. εχθρικός, μισητός, στο ίδ.· επίρρ. ἀφίλως, με μισητό τρόπο, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
I. without friends, friendless, Trag.
II. unfriendly, hateful, Trag.—adv. ἀφίλως in unfriendly manner, Aesch.
Translations
hateful
Bulgarian: мразещ, омразен, ненавистен; Catalan: odiós; Danish: hadefuld; Dutch: hatelijk; Esperanto: malama; Finnish: vihantäyteinen; French: haineux, odieux; German: häßlich, gehässig, hasserfüllt; Greek: μισητός; Ancient Greek: ἀνταῖος, ἀξιομισής, ἀπευκτός, ἄπευκτος, ἀπεχθήμων, ἀπεχθής, ἀποθύμιος, ἀπόπτυστος, ἀστεργής, ἄφιλος, δυσφιλής, δυσχερής, δυσώνυμος, ἐπαχθής, ἐπίκοτος, ἐπίφθονος, ἐχθοδοπός, κατάπτυστος, μεμισημένος, μιαρός, μισητός, παντομισής, στυγερός, στυγητός, Στύγιος, στυγνός; Irish: fuafar, gráiniúil; Japanese: 憎い, 忌まわしい; Middle Irish: fúathmar; Old English: āfor; Persian: نفرت انگیز, هودر; Polish: nienawistny; Russian: ненавистный, полный ненависти; Spanish: odioso; Swedish: förhatlig, hatisk; Turkish: iğrenç, tiksinç, nefret uyandıran, nefret dolu; Ukrainian: ненависний