μακροβιότης

Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-ητος, ἡ, longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr. HP 4.13.2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.

German (Pape)

ητος, ἡ, das Langeleben; Arist. rhet. 1.5.10; DL. 7.28.

Russian (Dvoretsky)

μακροβιότης: ητος ἡ долгая жизнь, долговечность Arst., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.

Greek Monotonic

μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.

Middle Liddell

μακροβιότης, ητος, ἡ, [from μακρόβιος
longevity, Arist.