μακροζωΐα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek (Liddell-Scott)

μακροζωΐα: ἡ, μακροβιότης, Καισάριος 1148, Εὐστ. Πονημάτ. 14. 20.

German (Pape)

ἡ, langes Leben, Sp.