βυρσοδέψης

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βυρσοδέψου, ὁ, (δέψω) tanner, Ar.Eq. 44, Pl.Smp. 221e, Herod.6.88, PPetr.3p.78 (iii B. C.), Artem.2.20.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [ac. βυρσοδεψῆ Sch.Pl.Grg.517e]
curtidor Ar.Eq.44, Pl.Smp.221e, Herod.6.88, PPetr.2.32.1.3 (III a.C.), D.Chr.7.117, Gal.12.922, 925, Artem.2.20, Sch.Pl.l.c., τέλος βυρσοδεψῶν n. de impuesto profesional que gravaba a los curtidores PYoutie 55.25, 58.2 (ambos III d.C.)
crist. alegóricamente aplicado a Dios que cubrió la desnudez de Adán y Eva, Epiph.Const.Haer.64.63.5, Anc.62.

German (Pape)

[Seite 468] ὁ, der Gerber, Ar. Equ. 44; Plat. Conv. 221 e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corroyeur, tanneur.
Étymologie: βύρσα, δέψω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βυρσοδέψης -ου, ὁ βύρσα, δέψω leerlooier.

Russian (Dvoretsky)

βυρσοδέψης: ου ὁ кожевник, дубильщик Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βυρσοδέψης: -ου, ὁ, (δέψω) ὁ κατεργαζόμενος δέρματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 44, κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6665.

Greek Monolingual

ο (AM βυρσοδέψης)
τεχνίτης που κατεργάζεται τα δέρματα
νεοελλ.
ιδιοκτήτης βυρσοδεψείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + -δέψης < δέφω «τρίβω, μαλακώνω»].

Greek Monotonic

βυρσοδέψης: -ου, ὁ (δέψω), κατεργαστής δερμάτων, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

δέψω
a tanner, Ar.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κατεργάζεται τά δέρματα). Σύνθετο ἀπό: βύρσα + δέψω (=κατεργάζομαι).