κλειτοριάζω

Revision as of 11:08, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

touch the κλειτορίς, Ruf.Onom.111, Hsch., Suid.:—also κλειτορίζω, v.l. in Poll.2.174.

German (Pape)

[Seite 1448] die κλειτορίς berühren, E. M. 590, 15.

French (Bailly abrégé)

caresser le clitoris.
Étymologie: κλειτορίς².

Greek (Liddell-Scott)

κλειτοριάζω: -ίζω, ψηλαφῶ, ψαύω τὴν κλειτορίδα, Πολυδ. Β΄, 174, Ἡσύχ.· ― Κατὰ Σουΐδ.: «κλειτοριάζειν, τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου».

Greek Monolingual

κλειτοριάζω και κλειτορίζω (Α) κλειτορίς
ψηλαφώ, πιάνω την κλειτορίδα («κλειτοριάζειν
τὸ ἀκολάστως ἅπτεσθαι «τοῦ γυναικείου αἰδοίου», Λεξ. Σούδα).