πυξάκανθα

Revision as of 11:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[ᾰκ], ἡ, thorn like the box-tree, = λύκιον, Dsc.1.100: also πυξάκανθος, Lat. pyxacanthus, Plin.HN12.31, 24.125, Gal.12.63.

German (Pape)

[Seite 818] ἡ, Buxbaumdorn, sonst Λύκιον.

Greek (Liddell-Scott)

πυξάκανθα: ἡ, εἶδος ἀκάνθης ὁμοίας πρὸς πύξον, (πυξάρι), ἀλλαχοῦ λύκιον, Διοσκ. 1. 132, Πινδ. 12. 15.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πυξάκανθος Α
είδος ακάνθας που μοιάζει με πύξο
νεοελλ.
το φυτό που είναι γνωστό με τη λόγια ονομασία πύξος η αειθαλής, κν. πυξάρι ή πιμισίρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύξος «είδος φυτού» + ἄκανθα.