ἡ, doubt, Sch.S.Aj.23. ἀμφιγνωμονέω, to be of doubtful mind, Doroth. ap. EM87.48, Sch.Pl.Grg. 466c.
-ας, ἡduda ἵνα ... τὸ ἄπιστον εἰς ἀμφίγνοιαν ἄγῃ αὐτούς Sch.S.Ai.23.
ἀμφίγνοια: ἡ, ἀμφιβολία, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 23.
ἀμφίγνοια, η (Μ) ἀμφιγνοῶ αμφιβολία.