μελλητής

Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

μελλητοῦ, ὁ, one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.

German (Pape)

[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.

Russian (Dvoretsky)

μελλητής: οῦ ὁ нерешительно действующий, колеблющийся человек Thuc., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.

Greek Monolingual

μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μελλητής: -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.

Middle Liddell

μελλητής, οῦ, ὁ, μέλλω
a delayer, loiterer, Thuc., Arist.

English (Woodhouse)

loiterer