μελλητής
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
English (LSJ)
μελλητοῦ, ὁ, one who delays or procrastinates, Th.1.70, Arist.EN1124b24, Procop.Goth.3.1.
German (Pape)
[Seite 125] ὁ, der Zögernde, Zauderer, Thuc. 1, 70; Arist. eth. 4, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui diffère toujours, temporisateur.
Étymologie: μέλλω.
Russian (Dvoretsky)
μελλητής: οῦ ὁ нерешительно действующий, колеблющийся человек Thuc., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
μελλητής: -οῦ, ὁ, ὁ βραδύνων, ἀργοπορῶν, διστάζων Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 27.
Greek Monolingual
μελλητής, ὁ (Α) μέλλω
αυτός που χρονοτριβεί, που αργοπορεί να κάνει κάτι («καὶ ἀργὸν εἶναι καὶ μελλητήν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
μελλητής: -οῦ, ὁ (μέλλω), αυτός που χρονοτριβεί, οκνηρός, σε Θουκ., Αριστ.
Middle Liddell
μελλητής, οῦ, ὁ, μέλλω
a delayer, loiterer, Thuc., Arist.