πύριος
English (LSJ)
[ῠ], α, ον, = πύρινος (πῦρ), Iamb.Myst.2.7, Dam.Pr.9. Adv. πυρίως Iamb.Myst.2.4 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
πύριος: -α, -ον, = πύρινος, (πῦρ) Ἰάμβλ. περὶ Μυστ. 7, Συνεσ. Ὕμν. 3. 373, κτλ.
Greek Monolingual
-ία, -ον, ΜΑ πῡρ
1. ο πύρινος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύριον
η τσακμακόπετρα.
επίρρ...
πυρίως Α
με φωτιά.