ζάπυρος

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (πῦρ) very fiery, ἕλικες στεροπῆς A.Pr.1084(anap.); πωτήματα Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE6.3.

German (Pape)

[Seite 1136] sehr feurig, Aesch. Prom. 1086.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout en feu.
Étymologie: ζα-, πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζάπυρος -ον [ζα-, πῦρ] zeer vurig. Aeschl. PV 1084.

Russian (Dvoretsky)

ζάπῠρος: (ᾰ) огненный, пламенный (ζάπυροι ἕλικες στεροπῆς Aesch.).

Greek Monolingual

ζάπυρος, -ον (Α)
διάπυρος («ἕλικες δ' ἐκλάμπουσι στεροπῆς ζάπυροι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -πυρος (< πυρ), πρβλ. έμπυρος, μελάμπυρος].

Greek Monotonic

ζάπῠρος: [ᾰ], -ον (πῦρ), διάπυρος, πυρωμένος, πυρακτωμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

ζάπῠρος: ᾰ, ον, (πῦρ) διάπυρος, πεπυρωμένος, ἕλικες στεροπῆς Αἰσχύλ. Πρ. 1084.

Middle Liddell

ζά-˘πῠρος, ον [πῦρ]
very fiery, Aesch.