ἐνστρατοπεδεύω

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

encamp in, Th.2.20; ἐν τῇ πόλει Plu. Thes.27:—Med., χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, D.C.50.12.

Spanish (DGE)

acampar en χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Th.2.20, αὐτοῖς ... τοῖς οἴκοις Str.7.7.3, ἐν τῇ πόλει Plu.Thes.27
en v. med. mismo sent. χῶρος ἐπιτηδεότερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Hdt.9.2, cf. D.H.11.43, D.C.50.12.8, Agath.3.19.8, ταῖς ... κώμαις I.BI 1.330, ὑπὲρ ποταμὸν Τίβεριν Procop.Goth.1.29.30, ἐν ... τῇ χώρᾳ Procop.Pers.1.15.2
fig. τῇ καρδίᾳ τὸν θυμὸν ἐνστρατοπεδεύειν Plu.2.647e, cf. Gr.Nyss.V.Mos.76.8.

German (Pape)

[Seite 853] auch med., lagern in, χῶρος ἐπιτηδεώτερος ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her. 9, 2; Thuc. 2, 20 u. Sp., wie Plut. Thes. 27 im act.

French (Bailly abrégé)

camper dans, ἔν τινι;
Moy. ἐνστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: ἐν, στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

ἐνστρατοπεδεύω (Α) στρατοπεδεύω
στρατοπεδεύω σ' έναν τόπο.

Russian (Dvoretsky)

ἐνστρατοπεδεύω: тж. med. располагаться или стоять лагерем (ὁ χῶρος ἐπιτήδειος ἐνστρατοπεδεῦσαι Thuc. и ἐνστρατοπεδεύεσθαι Her.; σχεδὸν τῇ πόλει Plut.).