παρανεύω

Revision as of 11:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

incline to one side, Hippiatr.33; παρανενευκότα τοὺς ὀφθαλμούς Anatoliusin Cat.Cod.Astr.8(3).188.

Greek (Liddell-Scott)

παρανεύω: νεύω, κλίνω πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
(αμτβ.) γέρνω πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος, εκτελώ παλινδρομική κίνηση, ταλαντεύομαι («παρανεύουσα ατμομηχανή» — μηχανή χωρίς διωστήρα της οποίας ο κύλινδρος κινείται ελεύθερα γύρω από δύο στροφείς οι οποίοι στηρίζονται σε έδρανα)
μσν.-αρχ.
νεύω, κλίνω προς το άλλο μέρος.