στροφοδινέομαι

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Pass., wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, A.Ag.51 (anap.): cf. στρεφεδινέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφοδινέομαι [~ στρεφεδινέω] rondcirkelen.

Greek Monotonic

στροφοδῑνέομαι: (δινέω), Παθ., κυλώ περιστροφικά γύρω από, περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στροβιλίζομαι, λέγεται για τους γύπες που πετούν γύρω από τη φωλιά τους, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφοδῑνέομαι: Παθητ., περιδινοῦμαι, περιστρέφομαι, ἐπὶ τῶν γυπῶν περιιπταμένων περὶ τὴν φωλεὰν των, «κλωθογυρίζω», Αἰσχύλ. Ἀγ. 51. - Πρβλ. στρεφεδινέω.

Middle Liddell

στροφο-δῑνέομαι, δινέω
Pass. to wheel eddying round, of vultures wheeling round their nest, Aesch.