δυσωνέω

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

impf. ἐδυσώνουν AP11.169 (Nicarch.):—beat down the price, cheapen, Pl.Com.224:—Med., Arist.Fr.558.

Spanish (DGE)

regatear παῦσαι δυσωνῶν Pl.Com.246, ἐδυσώνει εὔωνον ζητῶν AP 11.169 (Nicarch.)
en v. med. mismo sent. ὅτε ... δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων Arist.Fr.558.

German (Pape)

[Seite 691] schlecht kaufen, bieten; Plat. com. bei Poll. 3, 126; Nicarch. 18 (XI. 169). – Auch med., Arist. bei Ath. VIII, 348 b.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 acheter de mauvaise grâce, marchander;
2 ne pouvoir se décider à acheter en parl. d'un avare;
Moy. δυσωνέομαι, δυσωνοῦμαι marchander.
Étymologie: δυσώνης.

Russian (Dvoretsky)

δυσωνέω: покупать, упорно торгуясь (Anth.; med. τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσωνέω: παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ Πολυδ. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.

Greek Monotonic

δυσωνέω: ρίχνω τις τιμές προς τα κάτω, κάνω κάτι φτηνότερο, παζαρεύω, σε Ανθ.

Middle Liddell

δυσωνέω,
to beat down the price, cheapen, Anth.