δυσωνέω
English (LSJ)
impf. ἐδυσώνουν AP11.169 (Nicarch.):—beat down the price, cheapen, Pl.Com.224:—Med., Arist.Fr.558.
Spanish (DGE)
regatear παῦσαι δυσωνῶν Pl.Com.246, ἐδυσώνει εὔωνον ζητῶν AP 11.169 (Nicarch.)
•en v. med. mismo sent. ὅτε ... δυσωνοῖντό τι τῶν πωλουμένων Arist.Fr.558.
German (Pape)
[Seite 691] schlecht kaufen, bieten; Plat. com. bei Poll. 3, 126; Nicarch. 18 (XI. 169). – Auch med., Arist. bei Ath. VIII, 348 b.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 acheter de mauvaise grâce, marchander;
2 ne pouvoir se décider à acheter en parl. d'un avare;
Moy. δυσωνέομαι, δυσωνοῦμαι marchander.
Étymologie: δυσώνης.
Russian (Dvoretsky)
δυσωνέω: покупать, упорно торгуясь (Anth.; med. τι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσωνέω: παρατ. ἐδυσώνουν, Ἀνθ. Π. 11. 169·- προσπαθῶ νὰ ὑποβιβάσω τὴν τιμὴν, προσπαθῶ νὰ ἀγοράσω τι εὐθηνότερον, «παζαρεύω», Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 49 (ἴδε Ἑρμηνευτ. τοῦ Πολυδ. Γ' 126).-Μέσ., Ἀριστ. Ἀποσπ. 517.
Greek Monotonic
δυσωνέω: ρίχνω τις τιμές προς τα κάτω, κάνω κάτι φτηνότερο, παζαρεύω, σε Ανθ.