δυσώνης

From LSJ

ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσώνης Medium diacritics: δυσώνης Low diacritics: δυσώνης Capitals: ΔΥΣΩΝΗΣ
Transliteration A: dysṓnēs Transliteration B: dysōnēs Transliteration C: dysonis Beta Code: dusw/nhs

English (LSJ)

δυσώνου, ὁ, one who beats down the price, hard bargainer, Lync. ap. Ath.6.228c; οὐδεὶς δ. χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας Com.Adesp.277.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mal comprador οὐδεὶς δ. χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας Ael.Dion.ο 33, cf. Lync. en Ath.228c.

German (Pape)

[Seite 691] ὁ, der schlecht bietet, Ath. VI, 228 c u. VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mauvais acheteur, qui marchande.
Étymologie: δυσ-, ὠνέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

δυσώνης: -ου, ὁ, ὁ προσπαθῶν νὰ ὑποβιβάσῃ τὴν τιμήν, δύσκολος, κακὸς ἀγοραστής, Λυγκεὺς παρ' Ἀθην. 228C· οὐδείς δυσώνης χρηστὸν ὀψωνεῖ κρέας παρὰ Σουΐδ.

Greek Monotonic

δυσώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), αυτός που προσπαθεί να μειώσει την τιμή, αγοραστής που κάνει παζάρια.

Middle Liddell

δυσ-ώνης, ου, ὠνέομαι
one who beats down the price.