γραΐς
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, = γραῦς, γραῖα, Charito 6.1, PMag.Lond.125.21 (v A. D.), Palch.in Cat.Cod.Astr.1.95.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
vieja, anciana ἔργον ... προμνηστρίας γραΐδος labor de vieja casamentera Charito 6.1.11, cf. A.Phil.1, Hierocl.Facet.245β, Pall.H.Laus.61.1, PMag.11a.21, Palch. en Cat.Cod.Astr.1.95, Zonar.s.u. γραιοσόβαι, Sch.Ar.Pax 812, Eust.1410.3.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
γραΐς, η (Α)
γριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος σχηματισμός προς το γραία, κατά τα οξύτονα σε -ίς].