δρασείω
English (LSJ)
Desiderat. of δράω, have a mind to do, S.Aj.326,585, E. Ph.1208, Med.93, Ar.Pax62.
Spanish (DGE)
(δρᾱσείω)
• Morfología: [sólo pres. act.]
tener la intención de hacer, querer hacer δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Ai.326, τί ποτε δρασείεις φρενί; S.Ai.585, cf. Ph.1245, τί τἀπὶ τούτοις παῖδ' ἐμὼ δρασείετον E.Ph.1208, cf. Med.93, τὸν λέοντα ... τίκτεσθαι ... δρασείοντά τι γεννικόν Ael.NA 5.39, cf. 11.14
•c. dos ac. τί δρασείεις ποθ' ἡμῶν τὸν λεών; Ar.Pax 62.
• Etimología: Desiderativo sobre δράω q.u.
German (Pape)
[Seite 665] desiderat. zu δράω, thun wollen; Soph. Ai. 326 Eur. Phoen. 1214 Ar. Pax 62.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir envie d'agir, de faire, acc..
Étymologie: δράω.
Russian (Dvoretsky)
δρᾱσείω: [desiderat. к δράω собираться, намереваться, замышлять (τι Soph., Eur., Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
δρᾱσείω: ἐφετικὸν τοῦ δράω, ἔχω διάθεσιν, ἐπιθυμῶ νὰ πράξω, «Σοφ. Αἴ. 326, 585, Εὐρ. Φοιν. 1208, Μηδ. 93, Ἀριστοφ. Εἰρ. 62.
Greek Monolingual
δρασείω (Α)
επιθυμώ ή προτίθεμαι να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό του δρω].
Greek Monotonic
δρᾱσείω: εφετικό του δράω, έχω διάθεση να κάνω, επιθυμώ να κάνω, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
δρᾱσείω, [Desiderat. of δράω
to have a mind to do, to be going to do, Soph., Eur.