λεπυρός

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ά, όν, in a husk, peel, rind, γενέθλη Nic.Th.136; ἀθέρων στάχυς ib.803.

German (Pape)

[Seite 32] mit einer Hülfe, Schale versehen, στάχυς, Nic. Th. 803, γενέθλη, in einer Schale, einem Ei enthalten, ib. 136.

French (Bailly abrégé)

ά, ον :
recouvert d'une enveloppe (peau, cosse, écale).
Étymologie: λέπω.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῠρός: -ά, -όν, ὁ ἐντὸς λεπύρου, κελύφους, φλοιοῦ, Νικ. Θηρ. 136. 803.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λεπυρός, -ά, -όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) λέπυρον
(για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.)
αρχ.
φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» — γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ' ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν θάλπουσι γενέθλην», Νίκ.).