νεκυάμβατος

Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεκυάμβατον, (ἀναβαίνω) of Charon's boat, embarked in by the dead, Epic. ap. Paus.10.28.2.

German (Pape)

[Seite 238] (ἀνάβατος), von den Todten bestiegen, betreten, ναῦς, poet, bei Paus. 10, 28, 2.

Greek (Liddell-Scott)

νεκυάμβᾰτος: -ον, (ἀναβαίνω) ἐπὶ τοῦ πορθμείου τοῦ Χάρωνος, εἰς ὃ ἐμβαίνουσιν οἱ νεκροί, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 10. 28, 2.

Greek Monolingual

νεκυάμβατος, -ον (Α)
(για το πλοίο του Χάρωνος) αυτός στον οποίο επιβαίνουν νεκροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ἀμβατός (< ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί», πρβλ. ανάμβατος, πετράμβατος].