γλωττοειδής

Revision as of 11:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

γλωττοειδές, tongue-shaped, Arist.HA528b30; γλωσσ, v.l. in Dsc.4.88.

Russian (Dvoretsky)

γλωττοειδής: имеющий форму языка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γλωττοειδής: ἐς, ἔχων σχῆμα γλώσσης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 2, 22, κτλ.· ἐν Διοσκ. 2. 216 γλωσσοειδής.

Greek Monolingual

-ές (AM)
βλ. γλωσσοειδής.