νεωτεριστικός

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νεωτεριστική, νεωτεριστικόν, given to innovation, especially in language, ῥήτωρ Poll.4.36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α νεωτεριστικός, -ή, -όν) νεωτεριστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («νεωτεριστικός τρόπος διδασκαλίας»)
αρχ.
(ιδίως σχετικά με την γλώσσα) αυτός που έχει κλίση στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς ρήτωρ», Πολυδ.).

German (Pape)

zu Neuerungen geneigt, Poll. 4.36.